τετραφθοροπαράγωγο

τετραφθοροπαράγωγο
το, Ν
χημ. (για χημ. ένωση) παράγωγο που προκύπτει από την αντικατάσταση στο μόριο μιας ένωσης τεσσάρων ατόμων υδρογόνου από τέσσερα άτομα φθορίου («το τετραφθοροαιθυλένιο είναι τετραφθοροπαράγωγο τού αιθυλενίου»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τετραφθοροαιθυλένιο — το, Ν χημ. άκυκλη ακόρεστη οργανική ένωση, τετραφθοροπαράγωγο τού αιθυλενίου, η οποία χρησιμοποιείται ως μονομερές για την παρασκευή πολυμερών, όπως είναι κυρίως το τεφλόν, καθώς και ως ψυκτικό μέσον σε μικρές κλιματιστικές διατάξεις. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”